Μετά τις σπουδές του έγινε για σύντομο χρονικό διάστημα σύμβουλος- πραίτορας του αυτοκράτορα της Ρώμης. Ο θάνατος του πατέρα του, τον άφησε με μεγάλη περιουσία στα χέρια του. Εκείνος όμως τα μοίρασε στους φτωχούς και ίδρυσε έξι συνολικά μοναστήρια. Το ίδιο του το σπίτι το έκανε μοναστήρι προς τιμήν του Αποστόλου Ανδρέα.
Αν και ζητούσε την ησυχία της μοναστικής ζωής, ο Γρηγόριος έγινε διάκονος του Πάπα Πελάγιου του Β’ και απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος του επισκόπου Ρώμης. Όταν γύρισε, παρέμεινε ως μοναχός στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει.
Το 590 μ.Χ. ο Πελάγιος πεθαίνει και ο κόσμος, όπως και η ιεραρχία της Ιταλίας, ζητά τον Γρηγόριο για επόμενο Πάπα. Ο Γρηγόριος τότε γράφει πραγματεία για τις δυσκολίες του επισκοπικού αξιώματος, μην θέλοντας να δεχθεί την θέση. Όμως, ο επίσκοπος Ραβέννας Ιωάννης τον επιτίμησε για την άρνηση του αυτή, με αποτέλεσμα ο Γρηγόριος να ανέβει στον θρόνο της Εκκλησίας της Ρώμης.
Το φιλανθρωπικό του έργο ήταν τεράστιο, ενώ ο ίδιος ταπεινός, όπως πάντοτε ήταν, έτρωγε μαζί με τους φτωχούς. Αντιμετώπισε όλες τις δυτικές εκκλησιαστικές έριδες, αλλά και έσωσε τις δυτικές βυζαντινές κτήσεις από τους Λομβαρδούς, αφού τους προσέφερε φόρο υποτελείας.
Το 604 μ.Χ. παρέδωσε την ταπεινή του ψυχή στον Κύριο.